Για πρώτη φορά η Ελλάδα προσανατολίζεται να διεκδικήσει την επιστροφή του, μακριά από κραυγές και ανέξοδες ρητορείες
Μιλώντας στη Βουλή για το μείζον θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων, ο υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Αβραμόπουλος κατέστησε σαφές πως «ό,τι μας ανήκει το διεκδικούμε με τον ορθό τρόπο».
Και είναι γεγονός ότι με μια κίνηση τακτικού διπλωματικού ελιγμού, η κυβέρνηση θέτει με τον πλέον ορθολογικό τρόπο τη διεκδίκηση του λεγόμενου κατοχικού δανείου.
Για πρώτη φορά η Ελλάδα προσανατολίζεται να διεκδικήσει την επιστροφή του, μακριά από κραυγές και ανέξοδες ρητορείες, στη βάση του διεθνούς δικαίου και στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας.
Οι ελπίδες που υπάρχουν για δικαίωση της Ελλάδας είναι πολλές και βάσιμες, και ως εκ τούτου μόνο τυχαίος δεν ήταν ο έκδηλος εκνευρισμός του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφανγκ Σόιμπλε.
Η ιστορία μιλάει από μόνη της και μας δείχνει το δρόμο. Όταν η Γερμανία και από πίσω της η Ιταλία κατέλαβαν την Ελλάδα την άνοιξη του 1941, οι διεθνείς Συμβάσεις της Χάγης, ήδη από το 1907, προνοούσαν την εκ μέρους του κατεχόμενου κράτους καταβολή εξόδων για τη διαβίωση και συντήρηση των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχικής.
Αρχικά, ο Γερμανός και ο Ιταλός κατακτητής επέβαλαν αυθαίρετη μέθοδο πληρωμής αυτών των εξόδων με την κυκλοφορία των λεγόμενων «μάρκων κατοχής» και αντίστοιχα «μεσογειακών δραχμών» που, μάλιστα, τυπώνονταν κατά βούληση.
Ωστόσο, σύντομα οι Δυνάμεις Κατοχής οδηγήθηκαν σε μια αδήριτη πραγματικότητα δύο ανελαστικών και αντικρουόμενων απαιτήσεων. Από τη μια η κεφαλαιοδότηση από την Ελλάδα των στρατιωτικών επιχειρήσεων του άξονα στην ευρύτερη περιοχή της και από την άλλη η πείνα που οδηγούσε στην εξέγερση και στην αντίσταση.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος οι Δυνάμεις Κατοχής, τον Οκτώβριο του 1941, θα έστειλαν στην Ελλάδα οικονομικούς τεχνοκράτες, δίχως όμως κάποιο αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια, το πρόβλημα απασχόλησε την ιταλογερμανική Δημοσιονομική Συνδιάσκεψη εμπειρογνωμόνων, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1942 στη Ρώμη. Η γερμανική επιμονή για υψηλή κεφαλαιοδότηση από την Ελλάδα οδηγούσε σε αδιέξοδο τη Διάσκεψη. Τότε ο Ιταλός τραπεζίτης και οικονομικός πληρεξούσιος της Ιταλίας στην Ελλάδα, Ντ’ Αγκοστίνι, πρότεινε ως λύση τη σύναψη του δανείου. Δηλαδή, οι πέρα από τις δαπάνες κατοχής αναλήψεις, να χρεώνονται από την Ελλάδα ως δάνειο προς την Γερμανία και την Ιταλία.
Η σχετική δανειακή συμφωνία υπεγράφη στις 14 Μαρτίου 1942 από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, αντίστοιχα Άλτενμπουργκ και Γκίτζι. Η Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί και δεν ήταν παρούσα. Στην Ελλάδα την ανακοίνωσε μετά από εννιά μέρες ο Άλτενμπουργκ με ρηματική διακοίνωση.
Το βασικό σημείο του κατοχικού αναγκαστικού δανείου προέβλεπε τη μηνιαία κάλυψη των εξόδων των δυνάμεων κατοχής Ιταλίας και Γερμανίας ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δραχμών μέσω της Τράπεζας της Ελλάδας. Σύμφωνα με το δανειοδοτικό πρακτικό, εάν τα έξοδα υπερέβαιναν το ανωτέρω ποσόν, τότε το επιπλέον ποσόν θα χρεωνόταν σαν δάνειο προς τις κατοχικές δυνάμεις.
Την αρχική αυτή αναγκαστική σύμβαση ακολούθησαν τρεις τροποποιήσεις με κοινή βούληση των συμβαλλομένων. Και είναι αυτές που μετέτρεψαν την αρχική αναγκαστική σύμβαση σε συμβατική.
Δηλαδή, το δάνειο έπαψε να είναι αναγκαστικό και μετατράπηκε σε κοινό συμβατικό δάνειο. Επομένως το κατοχικό δάνειο είναι συμβατικό και όχι αναγκαστικό, σταθερού νομίσματος και από τον Απρίλιο του 1943 έντοκο.
Κατά συνέπεια, αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας και όχι επανορθωτική. Και ως τέτοια υποχρέωση δεν εντάσσεται στη συμφωνία του Λονδίνου 1953 που αναστέλλει την καταβολή των επανορθώσεων και αποζημιώσεων.
Παράλληλα, μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, το 1990, έχει εκλείψει και το τυπικό επιχείρημα που θα μπορούσε να προβληθεί, εκείνο του χωρισμού της Γερμανίας.
Επομένως, το κατοχικό δάνειο, το ύψος του οποίου με τις αναπροσαρμογές και με τους τόκους ανέρχεται σε κάποιες δεκάδες δισ. ευρώ, είναι άμεσα διεκδικήσιμο τόσο από πολιτική άποψη όσο και από συμβατική, δηλαδή νομική.
Με βάση την ιστορική αυτή διαπίστωση, η κυβέρνηση θα προχωρήσει πλέον με συντονισμένες κινήσεις στη διεκδίκησή του, προσδοκώντας ότι στο πλαίσιο του διεθνούς νομιμότητας και με γνώμονα τους κανόνες του διεθνούς δικαίου η Ελλάδα θα δικαιωθεί.
Και στην προσπάθεια της αυτή, έχει ήδη φωνές συμπαράστασης και από τη Γερμανία, με τη σχετική αρθρογραφία στον γερμανικό Τύπο να δίνει τον τόνο.
Ενδεικτικά, ας σημειωθεί ότι το δάνειο αυτό θυμήθηκε, εκτός άλλων, και η έγκυρη εφημερίδα «Die Welt» του Βερολίνου με τίτλο: «Χρωστάμε στους Έλληνες ακόμα; - Ανοιχτοί λογαριασμοί από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προς την Αθήνα».
Η εφημερίδα παραδέχθηκε ευθέως ότι οι φωνές που επικαλούνται το κατοχικό δάνειο και τα χρέη της Γερμανίας προς την Ελλάδα δεν «φαίνεται να είναι εντελώς αβάσιμες», σημειώνοντας ότι τελικά πρόκειται για δισεκατομμύρια ευρώ.
Το κατοχικό αναγκαστικό δάνειο είναι η μόνη πτυχή της κατοχικής εκμετάλλευσης της Ελλάδας που δεν αρνήθηκε ποτέ η Γερμανία, αλλά απέφυγε επιμελώς να το συζητά και να το ανακινεί με την ανοχή των ελληνικών κυβερνήσεων.
Έως πρότινος όλα αυτά, καθώς η σημερινή κυβέρνηση έχει την πολιτική βούληση να πράξη το αυτονόητο επιδιώκοντας τη δικαίωση της πατρίδας μας στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Και θα καταφέρει, με οδηγό την πεποίθηση ότι η συγκεκριμένη διεκδίκηση είναι θέμα απόδοσης τιμής στους προγόνους μας που πολέμησαν τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής και συνιστά, πρωτίστως, μείζον ζήτημα εθνικής αξιοπρέπειας.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr