Πέθανε σαν σήμερα
Η ειλικρίνεια και η ευαισθησία του Βίνσεντ Βαν Γκονγκ δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τη συντηρητική οικογένειά του. Αγαπούσε με πάθος και αδυνατούσε να ακολουθήσει τις τυπικότητες και τους «καθωσπρεπισμούς» της κοινωνίας.
Γεννήθηκε στην Ολλανδία στις 30 Μαρτίου του 1853 και ήταν ο μεγαλύτερος από τα οκτώ αδέλφια του. Η υπηρέτρια της οικογένειας τον περιέγραψε ως «ένα περίεργο, απόμακρο παιδί που έμοιαζε πιο πολύ με γέρο άντρα». Ήταν σαν ξένος μέσα στην οικογένειά του, παραμελημένος από τους γονείς και τα αδέρφια του. Ο μοναδικός άνθρωπος που κατάφερε να συνδεθεί ψυχολογικά ήταν ο αδερφός του, Θίο, στον οποίο βασίστηκε οικονομικά όλη του τη ζωή.
Σε ηλικία 16 ετών βρήκε δουλειά ως έμπορος τέχνης, αλλά η καριέρα του ως πωλητής ήταν πολύ σύντομη. Απέτυχε σε όλες τις δουλειές που προσπάθησε να κάνει και σε ηλικία 24 ετών, αναγκάστηκε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του και να σπουδάσει θεολογία σε μια κατώτερη σχολή που τον δέχθηκε, ώστε να γίνει κληρικός. Έγινε κήρυκας σε ένα χωριό ανθρακωρύχων στο Βέλγιο, όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας.
Ήταν τέτοια η συμπόνια του για τους φτωχούς ανθρακωρύχους, που τους έδινε τα ρούχα και τα τρόφιμα τα οποία του έστελνε η οικογένεια του. Οι κακουχίες των χωρικών του φαίνονταν άδικες. Τότε αρχίζει να ζωγραφίζει πίνακες με κοινωνικό περιεχόμενο και σταδιακά η πίστη του στο Θεό εξασθένησε.
Την ίδια περίοδο, οι γονείς του φιλοξενούσαν την πρώτη ξαδέρφη του Κι Βος, που δεν είχε γνωρίσει ξανά ο Βαν Γκονγκ. Ο ζωγράφος την ερωτεύτηκε και με τη συνηθισμένη ειλικρίνειά του, της εξέφρασε τα συναισθήματά του. Η κοπέλα όχι μόνο δεν τα ανταπέδωσε, αλλά συγκλονίστηκε από την ανηθικότητα του ξαδέρφου της, που τόλμησε να έχει ερωτικά συναισθήματα για μία τόσο κοντινή συγγενή του.
Παρά την απόρριψη της Βος, ο Βαν Γκονγκ δεν το έβαλε κάτω και την επισκέφτηκε πολλές φορές στο σπίτι της. Ο πατέρας της έλεγε πάντα ότι η Βος έλειπε απ’ το σπίτι, αλλά ο Βαν Γκονγκ ήταν πεπεισμένος ότι του έλεγε ψέματα. Γι’ αυτό μία μέρα έσπρωξε δυνατά την πόρτα και μπήκε στο σπίτι. Όσο κι αν τον απειλούσαν, αρνούνταν να φύγει. Μες στην απελπισία του, ο Βαν Γκονγκ έβαλε το χέρι του πάνω από ένα αναμμένο κερί και ζήτησε να μιλήσει στην Βος για όσο άντεχε τον πόνο. Ο πατέρας της Βος απλώς έσβησε το κερί. Η δραματική χειρονομία του ζωγράφου δεν ωφέλησε πουθενά. Η αγαπημένη του Κι Βος δεν έγινε ποτέ δική του.
Όταν έμαθε και ο πατέρας του για τον αδιανόητο έρωτα, τον έδιωξε απ’ το σπίτι. Ενδιαφέρουσα είναι η περίοδος, που γνώρισε έναν άλλο μεγάλο ζωγράφο .Το 1888, ο Βαν Γκονγκ μετακόμισε στην πόλη Αρλ της Νότιας Γαλλίας και αφιερώθηκε στη ζωγραφική. Συγκατοικούσε με τον Πολ Γκογκέν, με τον οποίο ο Βαν Γκονγκ ανέπτυξε πολύ στενή φιλία. Οι δύο άντρες περνούσαν κάθε μέρα μαζί και η περίοδος ήταν μία από τις ευτυχέστερες της ζωής του Βαν Γκονγκ.
Όμως ο Γκογκέν δεν συμμεριζόταν τη χαρά του φίλου του. Το Δεκέμβριο του 1888 αποφάσισε να μετακομίσει, γιατί δεν άντεχε άλλο τις παραξενιές του. Στις 23 Δεκεμβρίου, ανακοίνωσε την απόφασή του στον Βαν Γκονγκ και έφυγε απ’ το σπίτι για τη βραδινή του βόλτα. Ο Βαν Γκονγκ τον ακολούθησε μες στο σκοτάδι, κουβαλώντας ένα ξυράφι. Ο Γκογκέν τον είδε, αλλά δεν αντέδρασε και ο Βαν Γκονγκ επέστρεψε στο σπίτι.
Ο Βαν Γκαγκ ήταν μόνος στο σπίτι γιατί ο Γκογκέν αποφάσισε να περάσει τη νύχτα σε ξενοδοχείο, μέχρι να ηρεμήσει ο φίλος του. Όμως όσο περνούσαν οι ώρες, η οργή του ζωγράφου φούντωνε. Ξαφνικά άρπαξε το ξυράφι και έκοψε ένα κομμάτι απ’ το αριστερό του αυτί. Το τύλιξε με μία πετσέτα, πήγε στον τοπικό οίκο ανοχής και το δώρισε στην αγαπημένη του πόρνη.
Ο Βαν Γκονγκ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και αφού ανάρρωσε, κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο με τη θέλησή του. Βρισκόταν σε έξαρση και έφτασε σε σημείο να ζωγραφίζει ένα πίνακα κάθε μέρα. Βγήκε μετά από δύο χρόνια, χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει την ψυχολογική ισορροπία που ζητούσε.
Στις αρχές Ιουλίου του 1890, έστειλε γράμμα στον αδερφό του: «Νιώθω… αποτυχημένος. Αυτό είναι όλο. Νιώθω ότι αυτό είναι το πεπρωμένο μου και το αποδέχομαι. Δεν θα αλλάξει ποτέ».
Στις 27 του μήνα, ο Βαν Γκονγκ αυτοπυροβολήθηκε, αλλά δεν πέθανε ακαριαία. Περπάτησε μέχρι το σπίτι του, όπου τον περιποιήθηκαν δύο γιατροί, οι οποίοι δεν κατάφεραν να του προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια. Ο Βαν Γκονγκ αργοπέθαινε, άφησε την τελευταία του πνοή στης 29 Ιουλίου του 1890.
Τα τελευταία λόγια που είπε στον αδερφό του ήταν: «Η θλίψη θα κρατήσει για πάντα». Είναι μία από τις περιπτώσεις καλλιτεχνών που αναγνωρίστηκαν μετά το θάνατό τους. Το 1901 έγινε έκθεση στο Παρίσι και μέχρι το 1915 τα έργα του ήταν περιζήτητα.
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στην ιστορία της τέχνης. Τα τοπία που ζωγράφισε με την ιδιαίτερη τεχνική και τα ζωντανά χρώματα είναι σημείο αναφοράς. Συνολικά ζωγράφισε πάνω από 800 πίνακες, που η σημερινή τους αξία είναι μυθική. Όσο ζούσε όμως, πούλησε μόλις ένα πίνακα!
Τα τελευταία χρόνια εξετάζεται ενδελεχώς το έργο και η ζωή του. Έτσι σήμερα το γεγονός της αυτοκτονίας του αμφισβητείται . Ωστόσο, μονάχα τα μάτια του Βαν Γκονγκ αντίκρισαν την αλήθεια και τα πρόσωπα εκείνων που έπαιξαν με την ίδια του τη ζωή. Εκείνος γνωρίζει ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος. Όσο για το έργο του, το οποίο αποτελεί μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική δημιουργία υπάρχουν υποθέσεις, έπειτα από έρευνες που πιστεύουν σε κώδικα Βαν Γκονγκ.
Επιμέλεια Παπαϊωάννου Γεωργία
Διαβάστε επίσης:
Εικαστικός Αύγουστος στη Δημοτική Πινακοθήκη Ακράτας με έκθεση έργων του Τάκη Σιδέρη-ΔΕΙΤΕ ΦΩΤΟ
Το Μουσείο του Λούβρου και η αγριότητα του πολέμου- ΔΕΙΤΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Πηγές: thetoc.gr
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr